- ὀψωνιαστής
- ὀψων-ιαστής, οῦ, ὁ,A caterer, PLips.97 xii 8, al. (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψωνιαστής — ὀψωνιαστής, ὁ (Α) [οψωνιάζω] άτομο που εφοδίαζε με ζωοτροφές, τροφοδότης … Dictionary of Greek